- ἥμιφι
- ἥμι-φι, τό,A half-φῖ, <*>, a musical note, Gaud.Harm.21, 22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίφι — ἡμίφι, τὸ (Α) μουσ. το μισό φι, ο πρώτος στίχος τών σημείων που σημαίνει τη βαρύτατη δύναμη στους φθόγγους … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek